- σιναπέλαιο
- το / σιναπέλαιον, ΝΑνεοελλ.χημ. συνοπτική ονομασία τών αιθέριων ελαίων που εξάγονται από τους σπόρους τού σιναπιού και περιέχουν ως κύρια συσταστικά τους ισοθειοκυανικές ενώσεις, από τις οποίες σημαντικότερη είναι το ισοθειοκυανικό αλλύλιο ή αλλυλοσιναπέλαιο που εξάγεται από τους σπόρους τού μαύρου σιναπιού και οι οποίες χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτικήαρχ.έλαιο εξαγόμενο από τους σπόρους τού μαύρου σιναπιού, γνωστό σήμερα με τις επιστημονικές ονομασίες αλλυλοσιναπέλαιο ή ισοθειοκυανικό αλλύλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σίναπι «είδος φυτού» + ἔλαιον (πρβλ. σημαμ-έλαιον)].
Dictionary of Greek. 2013.